ἐνυπόθηκα

ἐνυπόθηκα
ἐνῡπόθηκα , ἐν-ὑποθέω
make a secret attack
perf ind act 1st sg
ἐν-ὑποτίθημι
place under
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθαροποίησις — καθαροποίησις, ἡ (Α) [καθαροποιώ] εκκαθάριση ιδιοκτησίας από χρέη και ενυπόθηκα βάρη …   Dictionary of Greek

  • καθαροποιώ — καθαροποιῶ, έω (AM) καθαρίζω αρχ. 1. ξεφλουδίζω 2. πάπ. πληρώνω τα οφειλόμενα και έτσι απαλλάσσω μια ιδιοκτησία από ενυπόθηκα βάρη, εκκαθαρίζω λογαριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιλαρο ποιώ, ισχυρο ποιώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”